Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

καὶ σύσσιτος

См. также в других словарях:

  • σύσσιτος — η, ο / σύσσιτος, ον, ΝΑ, και αττ. τ. ξύσσιτος, ον, Α αυτός που συντρώγει με κάποιον, ομοτράπεζος («καὶ τὸ χρῆσθαι συσσίτοις καὶ συνημερευταῑς ξενικοῑς μᾱλλον ἤ πολιτικοῑς τυραννικόν», Αριστοτ.) αρχ. μέλος τού κοινού δειπνητηρίου στο Μουσείο τής… …   Dictionary of Greek

  • συσσίτιο — Έτσι ονομάζονταν τα κοινά δημόσια γεύματα στη Σπάρτη και στην Κρήτη, στα οποία παίρνανε μέρος μόνο άντρες. Στη Σπάρτη, όλοι οι Σπαρτιάτες που είχαν συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας τους, ήταν υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται στα δημόσια αυτά …   Dictionary of Greek

  • σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… …   Dictionary of Greek

  • συνέστιος — ον, ΜΑ 1. αυτός που μετέχει στην ίδια εστία με κάποιον άλλον, που συγκατοικεί με κάποιον (α. «συνέστιοι καὶ ὁμοτράπεζοι τοῡ δεσπότου γεγένηνται», Iσίδ. Πηλ. β. «ἀθανάτοισι συνέστιος», Απολλ. Ρόδ. γ. «σύσσιτος καὶ συνέστιος», Πλάτ.) 2. στενός… …   Dictionary of Greek

  • συσσιτώ — συσσιτῶ, έω, ΝΑ [σύσσιτος] τρώγω μαζί με άλλους, συντρώγω (α. «οὔτε γὰρ συσσιτήσας τούτῳ οὐδεὶς φανήσεται οὐδὲ σύσκηνος γενόμενος», Αριστοφ. β. «συσσιτοῡμεν... ἐγώ τε καὶ Μελησίας», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»